- θρησκεύει
- θρησκεύωperform religious observancespres ind mp 2nd sgθρησκεύωperform religious observancespres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λικνοστεφώ — λικνοστεφῶ, έω (Α) φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑ λίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο στεφής,… … Dictionary of Greek
θρησκευτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία: Θρησκευτική τελετή. – Επέδειξε ιδιαίτερο θρησκευτικό ζήλο. – Εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα. 2. θρήσκος, αυτός που θρησκεύει: Θρησκευτικός λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)